Ο φόβος της μελλοντικής αλλαγής μας κρατά δέσμιους στη δυστυχία του σήμερα
Στο οικείο, παρ’ όλη την ασφάλειά του, βρίσκεται συχνά επίσης μια μεγάλη πηγή ψυχικού πόνου: προκειμένου να διατηρήσω την ακεραιότητά μου, την αυτοεκτίμησή μου, την υπερηφάνεια μου ή την ασφάλειά μου, πληρώνω ένα τρομερό κόστος συναισθηματικού πόνου και αδιεξόδου. Αυτός ο πόνος με φέρνει στη θεραπεία.
Ως ανθρώπινα όντα βρισκόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με την επιλογή ανάμεσα σε δύο μονοπάτια: ένα μονοπάτι που μας κρατάει στο ασφαλές και άνετο δρόμο της υπάρχουσας γνώσης και ένα άλλο που μας προσελκύει να βιώσουμε ένα διαφορετικό τρόπο ύπαρξης, λιγότερο περιορισμένο, περισσότερο αποενοχοποιητικό και βαθύτερα πιο ελπιδοφόρο.
Η αισθητική μοιρολατρία κοντράρεται με την βαθύτερη συναίσθηση μπροστά στο σταυροδρόμι της ζωής: που πρέπει να πάω; Ποιο μονοπάτι να επιλέξω; Πρέπει να μείνω στην ασφάλειά μου ή να προχωρήσω στο νέο δρόμο, τον πολλά προσδοκόμενο αλλά άγνωστο; Και ποιος μου εγγυάται ότι θα εκπληρωθούν οι προσδοκίες μου και ότι επομένως πρέπει να επενδύσω σε αυτές;
Αυτή η ερώτηση είναι κομβική σε κάθε πρόσωπο που επιλέγει ελευθέρως να μπει σε ψυχοθεραπεία και ενώ αυτό το εσωτερικό ερώτημα της απόγνωσης είναι που τον φέρνει στην ψυχοθεραπεία, είναι εξίσου και τόσο δύσκολο να επιτευχθεί.
Το τίμημα που πληρώνουμε για την ασφάλεια
Η απόφαση για έναν άνθρωπο να επισκεφθεί έναν ψυχολόγο είναι εξ ορισμού η απόφαση να ληφθεί υπόψη η αναδυόμενη, μέχρι πρότινος βαθιά χωμένη, επιθυμία που ζητάει από αυτόν να αφήσει την ασφάλεια του οικείου και να στραφεί προς κάτι νέο.
Γιατί όμως να θέλει να το κάνει αυτό;
Επειδή στο οικείο, παρ’ όλη την ασφάλειά του, βρίσκεται συχνά επίσης μια μεγάλη πηγή πόνου.
Παραθέτω μερικά παραδείγματα:
Ζω τον περισσότερο χρόνο με τις σκέψεις μου, όπου εκεί μπορώ να σχεδιάσω και να έχω τον έλεγχο της ζωής μου, αλλά ταυτόχρονα αυτή είναι και η κατάρα μου, γιατί δεν μπορώ πραγματικά να παραδοθώ στα συναισθήματά μου και δεν μπορώ να αισθανθώ πολύ πάθος ή ενθουσιασμό στη ζωή μου.
Ζω τον περισσότερο χρόνο της ζωής μου επιδιώκοντας την εκπλήρωση των στόχων μου ώστε να μπορέσω τελικά να γίνω δημοφιλής ή αποδεκτός από άλλους, αλλά αυτή η αέναη προσπάθεια είναι επίσης και η πηγή της αίσθησης μου ότι είμαι αποτυχημένος και δεν είμαι αρκετά καλός ή αγαπητός ακριβώς όπως είμαι τώρα.
Φυλακίζω τα συναισθήματά μου και θεωρώ τη θλίψη και την ανάγκη για σύνδεση με τους άλλους σημάδι αδυναμίας, μία αίσθηση που με κρατά απομονωμένο και μόνο και μου προκαλεί άγχος όποτε λειτουργεί σαν ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω.
Μέσα από αυτά τα παραδείγματα διαφαίνεται μία τρομακτική αγωνία: προκειμένου να διατηρήσω την ακεραιότητά μου, την αυτοεκτίμησή μου, την υπερηφάνεια μου ή την ασφάλειά μου, πληρώνω ένα τρομερό κόστος συναισθηματικού πόνου και αδιεξόδου. Αυτό το κόστος με φέρνει στη θεραπεία.
Δεν είσαι καλά με τον εαυτό σου, δεν είσαι ευτυχισμένος, ζεις δυσφορικά, ανησυχείς για άγνωστες απειλές που προέρχονται από τον τρόπο σκέψης σου ή κοιτάζεις γύρω σου και συγκρίνοντας τη ζωή σου, βλέπεις ότι σου φαίνεται πιο φτωχή από αυτή των φίλων σου ή των επαφών σου στα κοινωνικά δίκτυα.
Μεγαλώνεις και έχεις ήδη αντιληφθεί το βάρος από το κόστος της ασφάλειας. Η επιθυμία σου για εξέλιξη και αλλαγή, αρχίζει και κερδίζει έδαφος και σου μιλάει με μεγαλύτερη ένταση. Αυτή η φωνούλα που ήταν κάποτε ισχνή και προσπαθούσε να ακουστεί λέγοντας έχεις δίκιο, μίλα, πάρε θέση και πες αυτό που θέλεις, μην αφήνεις να σου λένε τι να κάνεις, πες όχι αν δεν το θέλεις, αρχίζει να γίνεται δυνατότερη. Όχι γιατί κάποιος αύξησε την ένταση, αλλά γιατί έχεις αρχίσει να την εμπιστεύεσαι περισσότερο.
Γιατί επιλέγεις τη δυστυχία από την αλλαγή;
Ωστόσο, καθώς έχεις κάνει τις πρώτες ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες και αναγνωρίζεις τα προβλήματα, που μέχρι πριν λίγο ήταν αφηρημένα και αφημένα, αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ότι δεν έχεις πια άλλοθι να μην τα αντιμετωπίσεις. Έχεις σηκώσει το χαλί και βλέπεις τη σκόνη από κάτω που έκρυβες τόσα χρόνια. Τότε είναι που αρχίζεις και έχεις την αίσθηση ότι η ασφάλεια σου ταιριάζει περισσότερο ενώ η επιθυμία για αλλαγή αρχίζει και ξεθωριάζει… προκαλεί φόβο. Νιώθεις νέα πράγματα, αγγίζεις νέες σκέψεις και συναισθήματα αλλά αυτά τα συναισθήματα είναι περίεργα και σε προειδοποιούν ότι απειλείσαι. Ο θεραπευτής, σου ζητά με ένα καθησυχαστικό τρόπο να αρχίζεις να νιώθεις το σώμα σου όπου ζουν τα συναισθήματα και να «βγεις από το κεφάλι σου» όταν ξαφνικά αισθάνεσαι εκτός ελέγχου, αβέβαιος για την κατεύθυνση σου και ευάλωτος στην απειλή.
Αρχίζεις να σκέφτεσαι, ότι ίσως η ασφάλεια, όσο και αν πονά, δεν είναι τελικά τόσο άσχημη. Η πορεία της αλλαγής είναι γεμάτη με φόβους, απειλές, άγνωστο.
Είναι δελεαστικό αυτή τη στιγμή να υποχωρήσεις και να διαπραγματευτείς την ειρήνη με τους φόβους με αντάλλαγμα μία ζωή φθηνή.
Όπως ορθώς λέει ο Δανός υπαρξιακός φιλόσοφος Σαίρεν Κίρκεγκωρ σε ένα από τα δοκίμια του: Η θλίψη είναι το κάστρο μου. Βρίσκεται, σαν αετοφωλιά, ανάμεσα στα σύννεφα. Είναι απόρθητο, κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει. Από εκεί βουτάω στην πραγματικότητα, πιάνω το θήραμά μου και το κεντώ στις ταπετσαρίες του παλατιού μου1
Η θλίψη του Κίρκεγκωρ, όπως το άγχος μας ή η υπαρξιακή αγωνία του θανάτου, είναι οι κρυφοί συνοδοιπόροι της ζωής μας. Ζωή χωρίς δυσκολία, δεν υπάρχει. Παρά τη δυστυχία που μας φέρνουν, τους μεταβολίζουμε τελικά σαν συμβιβασμούς, προκειμένου να κατευνάσουμε το άγχος της γνώσης τους, οι οποίοι αποσκοπούν να μας προστατεύσουν από τους κινδύνους μιας ζωής χωρίς αυτούς.
Σας ακούγεται παράξενο; Κι όμως, είναι πιο λογικό από ό, τι θα σκεφτόταν κανείς.
Γιατί είμαστε απρόθυμοι να εγκαταλείψουμε τη δυστυχία;
Κάθε πρόσωπο που μπαίνει στη θεραπεία έχει μια έμφυτη ανάγκη για αυτοσυντήρηση και εξέλιξη.
Η ανάγκη αυτοσυντήρησης ενεργοποιήθηκε νωρίς στη ζωή μας για να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε τις δυσάρεστες εμπειρίες και τις ρήξεις στις σχέσεις μας με τους άλλους.
Εισήλθε στο μυαλό μας μέσα από την συνεχή επαναληπτικότητα του οικογενειακού συστήματος, ως μια φωνή που μας έλεγε πάντα τι πρέπει να κάνουμε, μουδιάζοντας τον εαυτό μας μέσα στη θλίψη, με αποτέλεσμα να κάνουμε «φίλη» την αυτοκριτική φωνή μας καθώς έπρεπε να το κάνουμε έτσι ώστε να παραμείνουμε ασφαλείς και να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο απειλής.
Ωστόσο, αυτό που δεν μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε ως παιδιά ή ως έφηβοι, τώρα ως ενήλικες, δεν αποτελεί πλέον το ίδιο είδος υπαρξιακής απειλής για εμάς. Παρ’ όλα αυτά όμως συνεχίζουμε να το προσεγγίζουμε με την ίδια παιδική αντιμετώπιση που μας βοήθησε να επιβιώσουμε όταν δεν είχαμε τις γνώσεις που διαθέτουμε τώρα.
Τώρα, στη θεραπεία μας, όταν ο ψυχολόγος μας θέλει να βγούμε εκτός της συνήθους αντιμετώπισής μας για να δούμε αν οι απειλές παραμένουν εκεί, θέλουμε ενστικτωδώς να γυρίσουμε πίσω και να τρέξουμε να κρυφτούμε στο παιδικό καταφύγιο που κατασκευάσαμε για να παραμείνουμε ασφαλείς, αλλά που, χωρίς να το γνωρίζουμε, έχει καταντήσει να είναι η ενήλικη φυλακή μας.
Η έννοια της αντίστασης στη θεραπεία
Στη θεραπεία, υπάρχει μια λέξη για αυτή την ασυνείδητη επιθυμία να θυσιάσουμε τον υπό δημιουργία αυθεντικό εαυτό και να τον ανταλλάξουμε με μία φθηνή ζωή, γεμάτη δυστυχία: την ονομάζουμε αντίσταση.
Η αντίσταση δεν είναι μια συνειδητή επιλογή. Είναι μία απόφαση που επιλέγεται από τη βιολογική μας ανάγκη για ασφάλεια, ακόμα κι αν καταγγείλουμε συνειδητά τα ίδια τα μοτίβα που μας κρατούν παγωμένους στην ίδια δυσφορική κατάσταση.
Η αντίσταση μας απομακρύνει από το να έρθουμε αντιμέτωποι με τον πραγματικό πόνο, τους πραγματικούς φόβους και τις πραγματικές θυσίες που έχουμε κάνει και έτσι μας εμποδίζει να διαμορφώσουμε νέες εμπειρίες που θα μας βοηθήσουν να επιλύσουμε παλιές πληγές και να μας μεταμορφώσουν μέσα από τη θεραπεία.
Όλοι θέλουμε να επιλέξουμε το δρόμο της αλλαγής
Ευτυχώς, έχουμε μια άλλη φωνή μέσα μας, μια ορμή που δεν θα σταματά να αναβλύζει και θα συνεχίσει να μας θυμίζει ότι περιορίζουμε τους εαυτούς μας, μέχρι που δεν θα το κάνουμε πια.
Αυτή η επιθυμία και προσπάθεια αναπλαισίωσης είναι εξίσου ισχυρή με την αντίσταση μας. Αν δεν τις αντιληφθούμε, θα μας περιορίσουν σαν ένα είδος υπαρξιακής ενοχής, το είδος ενοχής που όταν φτάσουμε στα γηρατειά και κοιτάξουμε πίσω στη ζωή μας για να δούμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε ή θα έπρεπε να κάναμε, θα μας κυριεύσει με λύπη για τα χαμένα χρόνια.
Πώς οι ψυχολόγοι βοηθούν τους ανθρώπους να αλλάξουν
Ο ρόλος του ψυχολόγου είναι να κατευνάσει την αντίσταση ενώ παράλληλα να αφήσει περισσότερο χώρο για την αναπλαισίωση.
Ο ψυχολόγος το πράττει παρέχοντας αρκετή ασφάλεια και άνεση στον άνθρωπο να δοκιμάσει κάτι καινούριο και τον βοηθά να προβληματιστεί και να βιώσει τα οφέλη των μικρών ταξιδιών του, πέρα από τη δεδομένη ασφάλεια του.
Ψυχολόγος και θεραπευόμενος, ευθυγραμμίζονται και συμμαχούν στην προσπάθεια αναπλαισίωσης η οποία σταδιακά γίνεται αρκετά δυνατή για να νικήσει την αντίσταση. Βρίσκουν μαζί τα όπλα και τα εργαλεία για να πολεμήσουν την αντίσταση και ο θεραπευόμενος σταδιακά εμπιστεύεται το συναίσθημά του, την επιθυμία του, το μέλλον του και ανακαλύπτει ολοένα και νέους τρόπους και εφόδια για να υπερασπιστεί τη νέα θέση του.
Όταν η αντίσταση δεν κρατάει πλέον τον άνθρωπο κολλημένο στο ίδιο τρομακτικό μονοπάτι που έχει περιορίσει τη ζωή του από το φόβο ότι δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στην εναλλακτική λύση, τότε συνειδητοποιεί ότι έχει περισσότερους πόρους και δυνατότητες από ό, τι πίστευε στο παρελθόν.
Είναι τώρα ελεύθερος να επιλέξει τον δρόμο της αλλαγής πέρα από το μονοπάτι της ασφάλειας και να διακρίνει με εσωτερική ασφάλεια και συναίσθηση τα καινούρια σταυροδρόμια της ζωής του.
1. Το Κεντρί της Ύπαρξης, Soren Kierkergaard
Συγγραφέας: Χάρης Πίσχος, Ψυχολόγος MSc - Υπαρξιακός Συστημικός Ψυχοθεραπευτής