Μία μικρή μετακίνηση του γονέα σήμερα, η αυτοαξία του παιδιού στο μέλλον
Τα μηνύματα στα παιδιά περνούν μέσα από τη συναισθηματική σχέση μαζί τους.
Πηγαίνοντας το Σάββατο να πάρω καφέ, είδα έναν πατέρα με την κόρη του σε ένα τραπέζι, εκείνος περίπου 45 και η κόρη του 7-8 ετών. Συνηθισμένη σκηνή σκέφτηκα, ενός χωρισμένου πατέρα που παίρνει κάθε δεύτερο σαβ/κο το παιδί του. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση, όπως πέρασα από δίπλα τους, ήταν ο τρόπος που κάθονταν, η στάση του σώματος και οι εκφράσεις τους.
Καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, όπως κάθονται όσοι βρίσκονται συνήθως σε συναισθηματική απόσταση, ο πατέρας είχε γείρει μπροστά, είχε προτάξει το δάχτυλό του και το κούναγε πάνω κάτω, έχοντας ένα άγριο βλέμμα με σμιχτά φρύδια σαν να έλεγε κάτι σοβαρό ή να μάλωνε την κόρη του. Το κοριτσάκι, καθισμένο ακριβώς απέναντι, είχε μία ευθεία στάση σώματος, σχεδόν άκαμπτη και ένα έντονο άμεσο βλέμμα προς τον πατέρα του, σαν να μην επιτρεπόταν να πάρει το βλέμμα της από πάνω του, ενώ δεν είχε ακουμπήσει καθόλου την τυρόπιτα που είχε μπροστά της.
Με σόκαρε ελαφρώς αυτή η σκηνή: τι μπορεί να λέει τόσο επιτακτικά ο πατέρας που έχει προκαλέσει την ακινητοποίηση της κόρης του; Στάθηκα σε απόσταση ακοής κοιτάζοντας το κινητό μου. Άκουσα τον πατέρα να μιλά, υποδεικνύοντας στην κόρη του για το πώς πρέπει να φέρεται μπροστά σου άλλους, ότι «δεν πρέπει να αφήνεις τους άλλους να σε πατάνε, αλλά εσύ να τους πατάς πριν προλάβουν να το κάνουν αυτοί», ότι «είσαι μικρή ακόμη και θα καταλάβεις αργότερα τι εννοώ αλλά στο λέω για να το έχεις στο μυαλό σου», να της μιλά για την αντίστροφη σχέση ποιότητας και λειτουργικότητας στο σχολείο (...), να υπερασπίζεται απολογητικά το ρόλο του ως πατέρα, ότι «τα έχω πει και αυτά με τη μάνα σου και τα ξέρει» και ότι «εγώ στα λέω όλα αυτά γιατί σε αγαπάω και θέλω να προσέχεις και να τα έχεις στο μυαλό σου...». Τα βλέφαρά του κοριτσιού ανοιγόκλειναν σαν να μην καταλαβαίνει τι γίνεται, δείχνοντας να έχει αγχωθεί, ενώ κουνούσε νευρικά τα πόδια της κάτω από το τραπέζι, αντανακλώντας μία υποβόσκουσα φυγή από τη συζήτηση.
Επέκτεινα το νοητικό μου σενάριο και αναρωτήθηκα για τα μηνύματα που ήθελε να περάσει ο πατέρας στην κόρη του: ευεργετικά μεν, τυραννικός ο τρόπος που το έκανε δε... Σαν να ήθελε να βγάλει κάτι από μέσα του για να επικυρώσει το ρόλο του. Ένιωσα την αγωνία του: να «πρέπει» να περάσει αυτά τα μηνύματα στο παιδί μέσα σε πολύ λίγη ώρα, γιατί «πρέπει να τα μάθει το παιδί» και έτσι να ανταποκριθεί και εκείνος στο σύγχρονο «ρόλο» του πατέρα-μέντορα-καθοδηγητή-προπονητή που προστάζει η σύγχρονη «γονεϊκή» ανατροφή: τρυφερός με αυστηρότητα, συναισθηματικά λογικός, δογματικά μεταδοτικός, αυθορμητικά οριοθετημένος, ελπιδοφόρα απογοητευτικός, εμπνευστικά προσγειωτικός. Αφάνταστα μπερδευτικό και για τους δύο.
Ναι, να περάσει αυτά τα μηνύματα στην κόρη του και ακόμη τόσα: πόσο σίγουρος είναι όμως ότι η κόρη του θα τα ακούσει; Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία ακούν τα μηνύματα μέσα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της συναισθηματικής σχέσης: αγάπη, ασφάλεια, εμπιστοσύνη και αποδοχή. Ο γονέας που διατηρεί αυτά τα χαρακτηριστικά και βρίσκεται κοντά στο παιδί του, δεν χρειάζεται να παραδώσει μαθήματα συμπεριφοράς και αυτοπεποίθησης στο παιδί του: τα κερδίζει το παιδί μέσα από τη συναισθηματική στάση του γονέα, σε ανύποπτες στιγμές. Άλλωστε τα παιδιά κρατούν μέσα τους στιγμές σχέσης με τους γονείς τους που οι τελευταίοι δεν θα φαντάζονταν ποτέ. Και αυτές οι στιγμές γίνονται χαρακτηριστικά προσωπικότητας που σμιλεύουν αποενοχοποιητικά την ενήλικη ψυχή, που δεν αναγκάζεται να γυρίζει συνέχεια στην παιδική ηλικία για να βρει λύτρωση.
Φεύγοντας έριξα μία τελευταία ματιά πίσω: ο πατέρας είχε μετακινηθεί και είχε κάτσει δίπλα στη μικρούλα χαϊδεύοντας της τα μαλλιά. Μια μικρή μετακίνηση του πατέρα στο τώρα, μία επένδυση αυτοαξίας της κόρης του στο μέλλον.
Συγγραφέας: Χάρης Πίσχος, Ψυχολόγος ΜSc, Υπ. Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Αθηνών - Υπαρξιακός Συστημικός Ψυχοθεραπευτής